αὐτόκλητος — self called masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόκλητος — η, ο αυτός που κάλεσε ο ίδιος τον εαυτό του, που ήρθε μόνος του, απρόσκλητος: Παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως μάρτυς αυτόκλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτοκλήτως — αὐτόκλητος self called adverbial αὐτόκλητος self called masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόκλητον — αὐτόκλητος self called masc/fem acc sg αὐτόκλητος self called neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκλήτοις — αὐτόκλητος self called masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκλήτους — αὐτόκλητος self called masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκλήτῳ — αὐτόκλητος self called masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόκλητοι — αὐτόκλητος self called masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκάλεστος — η, ο (Μ αὐτοκάλεστος, ον) αυτόκλητος … Dictionary of Greek
αυτόμολος — η, ο (AM αὐτόμολος, ον) (ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους αρχ. Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος II. επίρρ. αὐτομόλως προδοτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + (θ.) μολ , έμολον, αόρ. β του… … Dictionary of Greek